- ξάνθιο
- (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ασπαράγκαθο και κολλητσίδα.
* * *το (Α ξάνθιον)ποώδες μονοετές φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων, με άνθη κίτρινα και καρπούς μεγάλους και ακανθώδεις και με δύο είδη, γνωστά σήμερα και με τις κοινές ονομασίες κολλητσίδα και ασπράγκαθοαρχ.ξυρίς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι, επειδή τό χρησιμοποιούσαν για να ξανθύνουν το τρίχωμα τών αλόγων].
Dictionary of Greek. 2013.